-
1 πολλα-πλόος
πολλα-πλόος, zsgzgn -πλοῦς, -πλῆ, -πλοῠν, vielfach, mannichfaltig, ἀνὴρ διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς, im Ggstz des einfachen, offenen und graden, Plat. Rep. III, 397 e, u. Sp.
-
2 πολλαπλόος
πολλα-πλόος, vielfach, mannigfaltig; ἀνὴρ διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς, im Ggstz des einfachen, offenen und graden
См. также в других словарях:
πολλαπλούς — ή, ούν / πολλαπλοῡς, ῆ, οῡν, ΝΜΑ, και πολλαπλός, ή, ό, Ν, πολλαπλόος, όη, όον, Α αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από πολλά, πολυμερής, πολυσύνθετος («πολλαπλά αντίγραφα») νεοελλ. φρ. α) «πολλαπλή ηχώ» (ακουστ.) ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο… … Dictionary of Greek